σιγμοειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιγμοειδής η σιγμοειδής το σιγμοειδές
      γενική του σιγμοειδούς* της σιγμοειδούς του σιγμοειδούς
    αιτιατική τον σιγμοειδή τη σιγμοειδή το σιγμοειδές
     κλητική σιγμοειδή(ς) σιγμοειδής σιγμοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιγμοειδείς οι σιγμοειδείς τα σιγμοειδή
      γενική των σιγμοειδών των σιγμοειδών των σιγμοειδών
    αιτιατική τους σιγμοειδείς τις σιγμοειδείς τα σιγμοειδή
     κλητική σιγμοειδείς σιγμοειδείς σιγμοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιγμοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sigmoid < ελληνιστική κοινή σιγμοειδής < αρχαία ελληνική σίγμα / σῖγμ(α) + -ο- + -ειδής

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siɣ.mo.iˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιγ‐μο‐ει‐δής

Επίθετο[επεξεργασία]

σιγμοειδής, -ής, -ές

  1. που μοιάζει με σίγμα, που έχει τέτοια μορφή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη σιγμοειδές

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σιγμοειδής τὸ σιγμοειδές
      γενική τοῦ/τῆς σιγμοειδοῦς τοῦ σιγμοειδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ σιγμοειδεῖ τῷ σιγμοειδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν σιγμοειδ τὸ σιγμοειδές
     κλητική ! σιγμοειδές σιγμοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σιγμοειδεῖς τὰ σιγμοειδ
      γενική τῶν σιγμοειδῶν τῶν σιγμοειδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς σιγμοειδέσ(ν) τοῖς σιγμοειδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς σιγμοειδεῖς τὰ σιγμοειδ
     κλητική ! σιγμοειδεῖς σιγμοειδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σιγμοειδεῖ τὼ σιγμοειδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν σιγμοειδοῖν τοῖν σιγμοειδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιγμοειδής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σίγμα / σῖγμ(α) + -ο- + -ειδής

Επίθετο[επεξεργασία]

σιγμοειδής, -ής, -ές

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]