σιγοκαίω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιγοκαίω < σιγά + καίω

Ρήμα[επεξεργασία]

σιγοκαίω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]