σιγοντάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιγοντάρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σιγοντάρω
- (μουσική) το να κάνεις σεγκόντο
- άλλες μορφές: σεγκοντάρισμα, σεκοντάρισμα, σεγοντάρισμα
- (μεταφορικά) η υποστήριξη που παρέχεται σε κάποιον, κυρίως με την έννοια της προώθησης μιας ιδέας, ενός ατόμου (π.χ. έναν υπάλληλο για μια θέση)
- (ναυτικός όρος) στην ιστιοπλοΐα, όταν ο άνεμος αλλάζει διεύθυνση και έρχεται πιο κλειστά βοηθώντας το ιστιοφόρο να ακολουθήσει πορεία πιο κοντά στο επιθυμητό στόχο
- (μουσική) το να κάνεις σεγκόντο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιγοντάρισμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)