σιγουράδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιγουράδα οι σιγουράδες
      γενική της σιγουράδας
    αιτιατική τη σιγουράδα τις σιγουράδες
     κλητική σιγουράδα σιγουράδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιγουράδα < σίγουρ(ος) + -άδα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.ɣuˈɾa.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐γου‐ρά‐δα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιγουράδα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]