σιγουρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιγουρεύω < σίγουρος + -εύω < μεσαιωνική ελληνική σιγούρος < σεγούρος < βενετικά seguro < λατινικά securus < se- (στερητικό) + cura (: έγνοια, φροντίδα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.ɣuˈɾe.vo/

Ρήμα[επεξεργασία]

σιγουρεύω, πρτ.: σιγούρευα, στ.μέλλ.: θα σιγουρέψω, αόρ.: σιγούρεψα, παθ.φωνή: σιγουρεύομαι, μτχ.π.π.: σιγουρεμένος

  1. βάζω κάτι σε ασφαλές μέρος
  2. επιβεβαιώνω ή εξασφαλίζω κάτι, προσπαθώντας να προλάβω κάποια πιθανή αρνητική τροπή (βλέπε και σιγουρεύομαι)
    την έκλεισα φεύγοντας την εξώπορτα, αλλά για να το σιγουρέψω, θα γυρίσω πίσω να ξανακοιτάξω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]