σιδέρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιδέρωμα τα σιδερώματα
      γενική του σιδερώματος των σιδερωμάτων
    αιτιατική το σιδέρωμα τα σιδερώματα
     κλητική σιδέρωμα σιδερώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιδέρωμα < λείπει η ετυμολογία
Σιδέρωμα πουκαμίσου.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιδέρωμα ουδέτερο

  1. η αφαίρεση πτυχών από ύφασμα με τη χρήση σίδερου
  2. (κατασκευές) η εργασία τοποθέτησης μεταλλικών ράβδων στα καλούπια για μπετόν αρμέ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]