σιδεριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιδεριά οι σιδεριές
      γενική της σιδεριάς των σιδεριών
    αιτιατική τη σιδεριά τις σιδεριές
     κλητική σιδεριά σιδεριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιδεριά < σίδερ(ο) + -ιά. Διαφορετική η αρχαία ελληνική σιδερεία [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.ðeɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐δε‐ριά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιδεριά θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]