σιδερόδρομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιδερόδρομος < σιδηρόδρομος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιδερόδρομος αρσενικό
- → δείτε τη λέξη σιδηρόδρομος
σιδερόδρομος αρσενικό