σιδερόπανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιδερόπανο ουδέτερο
- πανί που χρησιμοποιείται για να καλύπτει τη σιδερώστρα, πάνω στο οποίο σιδερώνουμε
- κομμάτι λεπτού υφάσματος που χρησιμοποιείται για να καλύπτει το ρούχο ή το ύφασμα που σιδερώνουμε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανί που καλύπτει τη σιδερώστρα
|