σιδηρεῖον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σιδηρεῖον τὰ σιδηρεῖ
      γενική τοῦ σιδηρείου τῶν σιδηρείων
      δοτική τῷ σιδηρεί τοῖς σιδηρείοις
    αιτιατική τὸ σιδηρεῖον τὰ σιδηρεῖ
     κλητική ! σιδηρεῖον σιδηρεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σιδηρείω
γεν-δοτ τοῖν  σιδηρείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιδηρεῖον < σίδηρ(ος) + -εῖον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιδηρεῖον ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]