σιδηρογροθιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιδηρογροθιά οι σιδηρογροθιές
      γενική της σιδηρογροθιάς των σιδηρογροθιών
    αιτιατική τη σιδηρογροθιά τις σιδηρογροθιές
     κλητική σιδηρογροθιά σιδηρογροθιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιδηρογροθιά < σίδηρος + γροθιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιδηρογροθιά θηλυκό

  • όπλο (μεταλλικό αντικείμενο) το οποίο φοριέται στο χέρι και προκαλεί μεγάλες ζημιές σ' αυτόν που δέχεται τη γροθιά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]