σιδηρονικέλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιδηρονικέλιο ουδέτερο
- κράμα σιδήρου-νικελίου, το οποίο παρουσιάζει βελτιωμένη ολκιμότητα, σκληρότητα και αντοχή στη διάβρωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιδηρονικέλιο
|