σιδηρουργείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιδηρουργείο τα σιδηρουργεία
      γενική του σιδηρουργείου των σιδηρουργείων
    αιτιατική το σιδηρουργείο τα σιδηρουργεία
     κλητική σιδηρουργείο σιδηρουργεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σιδηρουργείο < (ελληνιστική κοινή) σιδηρουργεῖον < σιδηρουργός + -εῖον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /si.ði.ɾuɾˈʝi.o/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σιδηρουργείο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

ιδιωματικά:

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]