σιδηρόστοκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιδηρόστοκος αρσενικό
- στόκος που χρησιμοποιείται σε στοκάρισμα, (γέμισμα), μεταλλικών επιφανειών
- ο σιδηρόστοκος είναι συνηθέστερα πολυεστερικός, δύο συστατικών, που αναμιγνύονται πριν τη χρήση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιδηρόστοκος
|