σιενίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

σιενίτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιενίτης οι σιενίτες
      γενική του σιενίτη των σιενιτών
    αιτιατική τον σιενίτη τους σιενίτες
     κλητική σιενίτη σιενίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιενίτης < αγγλική sienite < syenite < λατινική Syenites < αρχαία αιγυπτιακά ... (Swenett: Ασσουάν)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιενίτης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]