σικάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σικάτος η σικάτη το σικάτο
      γενική του σικάτου της σικάτης του σικάτου
    αιτιατική τον σικάτο τη σικάτη το σικάτο
     κλητική σικάτε σικάτη σικάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σικάτοι οι σικάτες τα σικάτα
      γενική των σικάτων των σικάτων των σικάτων
    αιτιατική τους σικάτους τις σικάτες τα σικάτα
     κλητική σικάτοι σικάτες σικάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σικάτος < σικ + -άτος[1] (Δείτε και γαλλικά: chiqué (fr))

Επίθετο[επεξεργασία]

σικάτος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]