σικλαμέν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σικλαμέν (αντιδάνειο) < (λόγιο δάνειο) γαλλική cyclamen < λατινική cyclaminon < αρχαία ελληνική κυκλάμινος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.klaˈmen/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐κλα‐μέν

Επίθετο[επεξεργασία]

σικλαμέν άκλιτο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σικλαμέν ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]