σινίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σινίκι τα σινίκια
      γενική του σινικιού των σινικιών
    αιτιατική το σινίκι τα σινίκια
     κλητική σινίκι σινίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σινίκι < τουρκική şinik < αρχαία ελληνική χοῖνιξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σινίκι ουδέτερο,

  • μέτρο υπολογισμού ποσότητας δημητριακών που ισούται με δυο τενεκέδες λαδιού περίπου 30 οκάδων που χρησιμοποιούνταν ως τα αλεστικά του μυλωνά ή ενοικίαση κτημάτων για σπορά σίτου ή βρίζας μέχρι και τη δεκαετία του 1950 σε ορεινές περιοχές ιδιαίτερα της Δυτικής Μακεδονίας.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]