σιναλεζικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | σιναλεζικά | ||
| γενική | των | σιναλεζικών | ||
| αιτιατική | τα | σιναλεζικά | ||
| κλητική | σιναλεζικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- σιναλεζικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σιναλεζικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιναλεζικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σιναλεζικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σιναλεζικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)