Μετάβαση στο περιεχόμενο

σιναλεζική

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η σιναλεζική
      γενική της σιναλεζικής
    αιτιατική τη σιναλεζική
     κλητική σιναλεζική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σιναλεζική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου σιναλεζικός. Εννοείται η λέξη γλώσσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σιναλεζική θηλυκό, μόνο στον ενικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σιναλεζική

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]