Μετάβαση στο περιεχόμενο

σινδών

Από Βικιλεξικό

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σῐνδ-
ονομαστική σινδών αἱ σινδόνες
      γενική τῆς σινδόνος τῶν σινδόνων
      δοτική τῇ σινδόν ταῖς σινδόσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σινδόν τὰς σινδόνᾰς
     κλητική ! σινδών σινδόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σινδόνε
γεν-δοτ τοῖν  σινδόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σινδών < αβέβαιης ετυμολογίας. Μορφολογικά αναλύεται σε σῐνδ + -ών.
Κατά τον Μπέκα, δάνειο σημιτικής προέλευσης [1]. Παραβάλετε εβραϊκή סדין (sadin, σεντόνι).
Κατ' άλλους, άμεσο δάνειο από την αρχαία αιγυπτιακή šnḏwt (είδος φουστανιού).
S
n
DwtS26
Το πρώτο μέρος σῐνδ πιθανώς σχετίζεται με το ινδ του Ἰνδός, υποδεικνύοντας ινδική προέλευση του υφάσματος[2].

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sin.dɔ̌ːn/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σῐνδών

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σινδών, -ονος θηλυκό

  1. σινδόνι, λεπτό ύφασμα, είδος καμβριού ή μουσελίνας
    1. σεντόνι
      5ος αιώνας πκε  Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 95.3
      οἱ δὲ κώνωπες, ἢν μὲν ἐν ἱματίῳ ἐνειλιξάμενος εὕδῃ ἢ σινδόνι, διὰ τούτων δάκνουσι· διὰ δὲ τοῦ δικτύου οὐδὲ πειρῶνται ἀρχήν.
      Τα κουνούπια τώρα, αν ο άνθρωπος κοιμόταν τυλιγμένος με κανένα ρούχο ή σκεπασμένος με σεντόνι, θα τον τσιμπούσαν μέσα από το ύφασμα· αλλά μέσα από το δίχτυ ούτε καν δοκιμάζουν να το κάνουν.
      Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
        5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 49.5
      καὶ τὸ μὲν ἔξωθεν ἁπτομένῳ σῶμα οὔτ᾽ ἄγαν θερμὸν ἦν οὔτε χλωρόν, ἀλλ᾽ ὑπέρυθρον, πελιτνόν, φλυκταίναις μικραῖς καὶ ἕλκεσιν ἐξηνθηκός· τὰ δὲ ἐντὸς οὕτως ἐκάετο ὥστε μήτε τῶν πάνυ λεπτῶν ἱματίων καὶ σινδόνων τὰς ἐπιβολὰς μηδ᾽ ἄλλο τι ἢ γυμνοὶ ἀνέχεσθαι, ἥδιστά τε ἂν ἐς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν.
      Το σώμα, εξωτερικά, δεν ήταν, στην αφή, πολύ θερμό ούτε κίτρινο, αλλά κοκκινωπό και χλωμό, γεμάτο φουσκαλίδες κι εξανθήματα. Όμως, ο εσωτερικός πυρετός ήταν τόσο μεγάλος, ώστε οι άρρωστοι δεν μπορούσαν να υποφέρουν ούτε τα πιο λεπτά ρούχα ούτε σεντόνια ούτε άλλο τι και ήθελαν να μένουν γυμνοί. Ένιωθαν μεγάλη ανακούφιση αν μπορούσαν να μπουν σε δροσερό νερό.
      Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr
        5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἐγκατατομῆς ἐμβρύου
      πρῶτον μὲν ἐπὶ τὴν γυναῖκα σινδόνα ἐπιβαλὼν
      πρώτα, πάνω στη γυναίκα αφού βάλετε σεντόνι
    2. τουλπάνι
      5ος αιώνας πκε  Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 200.1
      Νόμοι μὲν δὴ τοῖσι Βαβυλωνίοισι οὗτοι κατεστᾶσι, εἰσὶ δὲ αὐτῶν πατριαὶ τρεῖς αἳ οὐδὲν ἄλλο σιτέονται εἰ μὴ ἰχθῦς μοῦνον, τοὺς ἐπείτε ἂν θηρεύσαντες αὐήνωσι πρὸς ἥλιον, ποιεῦσι τάδε· ἐσβάλλουσι ἐς ὅλμον καὶ λεήναντες ὑπέροισι σῶσι διὰ σινδόνος· καὶ ὃς μὲν ἂν βούληται αὐτῶν ἅτε μᾶζαν μαξάμενος ἔδει, ὁ δὲ ἄρτου τρόπον ὀπτήσας.
      Τα έθιμα των Βαβυλωνίων είναι αυτά που είπαμε. Υπάρχουν ωστόσο και τρία σόγια, που τίποτε άλλο δεν τρώνε παρά μονάχα ψάρια, που αφού τα πιάσουν και τα ξεράνουνε στον ήλιο, ύστερα κάνουν το εξής: τα βάζουνε σ᾽ ένα γουδί, τα κοπανίζουν με το γουδοχέρι, κι ύστερα τα περνούν από ένα τουλπάνι. Όποιου του αρέσει, αποκεί και πέρα τα ζυμώνει και τα τρώει έτσι σαν πίτες, ή πρώτα τα ψήνει όπως το ψωμί.
      Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
    3. (στον Ηρόδοτο) «σινδὼν βυσσίνη» λεπτό λινό ύφασμα, με κίτρινο χρώμα, από βύσσο (λινάρι)
      1. για το τύλιγμα της ταριχευμένης σορού, της μούμιας
        5ος αιώνας πκε  Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 86.6
        ἐπεὰν δὲ παρέλθωσι αἱ ἑβδομήκοντα, λούσαντες τὸν νεκρὸν κατειλίσσουσι πᾶν αὐτοῦ τὸ σῶμα σινδόνος βυσσίνης τελαμῶσι κατατετμημένοισι, ὑποχρίοντες τῷ κόμμι, τῷ δὴ ἀντὶ κόλλης τὰ πολλὰ χρέωνται Αἰγύπτιοι.
        Και όταν περάσουν οι εβδομήντα ημέρες, πλένουν τον νεκρό, και του τυλίγουν όλο του το σώμα με ταινίες κομμένες από λινό ύφασμα, αλειμμένες από κάτω με κόμμι, που οι Αιγύπτιοι το χρησιμοποιούν πολύ αντί για κόλλα.
        Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
      2. για το τύλιγμα πληγών
        5ος αιώνας πκε  Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 178.2
        ὡς δὲ πεσὼν οὐκ ἀπέθανε ἀλλ᾽ ἦν ἔμπνοος, οἱ Πέρσαι, οἵ περ ἐπεβάτευον ἐπὶ τῶν νεῶν, δι᾽ ἀρετὴν τὴν ἐκείνου περιποιῆσαί μιν περὶ πλείστου ἐποιήσαντο, σμύρνῃ τε ἰώμενοι τὰ ἕλκεα καὶ σινδόνος βυσσίνης τελαμῶσι κατειλίσσοντες·
        Κι έτσι που έπεσε και δεν πέθανε, αλλά ανάσαινε ακόμα, οι Πέρσες που ήταν απάνω σ᾽ εκείνα τα καράβια θεώρησαν πρωταρχικό τους καθήκον να τον κρατήσουν στη ζωή, πασχίζοντας να γιατρέψουν τις πληγές του με σμύρνα και τυλίγοντάς τες με λωρίδες από ύφασμα κίτρινου λιναριού·
        Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
    4. ζώστρα, ζώνη
        5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 1222 (1220-1225)
      ἐν δὲ λοισθίῳ τυμβεύματι | τὴν μὲν κρεμαστὴν αὐχένος κατείδομεν, | βρόχῳ μιτώδει σινδόνος καθημμένην, | τὸν δ᾽ ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον, | εὐνῆς ἀποιμώζοντα τῆς κάτω φθορὰν | καὶ πατρὸς ἔργα καὶ τὸ δύστηνον λέχος.
      στο βάθος | του τάφου μέσα κρεμασμένη εκείνη | με γύρω στο λαιμό θηλιά στριμμένη | απ᾽ τη δίμιτη ζώστρα της και κείνον | να την κρατάει απ᾽ τη μέση της πεσμένος | πάνω της σα χαμένος και να σκούζει | και να θρηνεί το νεκρό του το ταίρι, | του πατέρα του τα έργα και το γάμο | τον άτυχό του·
      Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greeklanguage.gr
       συνώνυμα: στρόφος
    5. (ελληνιστική κοινή) κομμάτι από λεπτό ύφασμα
        2ος κε αιώνας Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, 4, 19.3
      οἱ δὲ λοιποὶ ἀναβάντες ὑπὸ τὴν ἕω καὶ τὸ ἄκρον τοῦ ὄρους καταλαβόντες σινδόνας κατέσειον ὡς ἐπὶ τὸ στρατόπεδον τῶν Μακεδόνων, οὕτως αὐτοῖς ἐξ Ἀλεξάνδρου παρηγγελμένον.
      Οι υπόλοιποι όμως ανέβηκαν μόλις χάραζε και αφού κατέλαβαν την κορυφή του βουνού, άρχισαν να κινούν κομμάτια από λεπτό ύφασμα προς το στρατόπεδο των Μακεδόνων, όπως τους είχε διατάξει ο Αλέξανδρος.
      Μετάφραση (1986, 1998): Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. @greeklanguage.gr
  2. ένδυμα από μουσελίνα
    χρειάζεται παράθεμα

Απόγονοι

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σινδών - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. σινδών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012 (Με σημείωση: «πιθ. προέρχεται από το Ἰνδός, Sind»)