σινολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σινολογικός η σινολογική το σινολογικό
      γενική του σινολογικού της σινολογικής του σινολογικού
    αιτιατική τον σινολογικό τη σινολογική το σινολογικό
     κλητική σινολογικέ σινολογική σινολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σινολογικοί οι σινολογικές τα σινολογικά
      γενική των σινολογικών των σινολογικών των σινολογικών
    αιτιατική τους σινολογικούς τις σινολογικές τα σινολογικά
     κλητική σινολογικοί σινολογικές σινολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σινολογικός < σινολόγος / σινολογία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

σινολογικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]