σιντριβάνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιντριβάνι τα σιντριβάνια
      γενική του σιντριβανιού των σιντριβανιών
    αιτιατική το σιντριβάνι τα σιντριβάνια
     κλητική σιντριβάνι σιντριβάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιντριβάνι < τουρκική şadırvan[1] + [2] < οθωμανική τουρκική شادروان (shādirwān) < περσική شادروان (šādurvān)[3]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sin.dɾiˈva.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐ντρι‐βά‐νι
το διάσημο σιντριβάνι του Trevi στη Ρώμη
(φωτο: David Iliff)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιντριβάνι ουδέτερο

  • κατασκευή που διακοσμεί πλατείες, πάρκα, κήπους κ.λ.π. και αποτελείται από μια μικρή λίμνη κι έναν τεχνητό πίδακα με ειδικό υδραυλικό σύστημα που εκτοξεύει νερό σε διάφορα ύψη.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σιντριβάνιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. Με μετάθεση του [r] και υποχωρητική αφομοίωση [a-i] > [i-i])σιντριβάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Συχνά έχει γραφτεί με συν- από παρετυμολογική σύνδεση λόγω φωνητικής ομοιότητας με το συντρίβω.Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.