σιορ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιορ < άμεσο δάνειο από τη βενετική siór, ιταλική γλώσσα signore

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιορ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό σιόρα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]