σιούτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιούτος < πιθανολογείται από ιταλική asciutto (= ξερός, στεγνός)

Επίθετο[επεξεργασία]

σιούτος, -α, -ο

  • ζώο που του λείπουν τα κέρατα, π.χ. τράγος, γίδα, πρόβατο κ.α. (στην ηπειρωτική διάλεκτο)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  1. σιούτης
  2. αμπάδικος (ναξιακή διάλεκτος)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • περισσότερο σε χρήση είναι το θηλυκό και ουδέτερο γένος του επιθέτου και σπάνια το αρσενικό.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]