σιρκουί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιρκουί < (άμεσο δάνειο) γαλλική circuit < circle < cycle < υστερολατινική cyclus < αρχαία ελληνική κύκλος (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιρκουί ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) διαδρομή
    ※  Ματαιώνεται το σιρκουί των 23 χιλιομέτρων, το οποίο θα γινόταν σήμερα στο κέντρο της Αθήνας για τον τερματισμό του Διεθνούς Ποδηλατικού Γύρου Ελλάδας. (εφ. Το Βήμα, 24.11.2008)
  2. (ηλεκτρολογία) κύκλωμα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]