σιροπιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιροπιάζω < σιρόπ(ι) + -ιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σιροπιάζω

  1. περιχύνω με σιρόπι
  2. (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) ερωτοτροπώ

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]