σισανές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σισανές οι σισανέδες
      γενική του σισανέ των σισανέδων
    αιτιατική τον σισανέ τους σισανέδες
     κλητική σισανέ σισανέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σισανές < οθωμανική τουρκική şişhane < περσική ششخانه (shesh-xāna)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σισανές αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]