σισύφειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σισύφειος < αρχαία ελληνική Σισύφειος < Σίσυφος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siˈsi.fi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐σύ‐φει‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
σισύφειος, -α, -ο
- ο σχετικός με τον Σίσυφο και με την τιμωρία του, να κουβαλάει ένα βράχο στη κορυφή βουνού που πάντα κυλούσε στην αρχική του θέση
- (μεταφορικά) ο δύσκολος και μάταιος, χωρίς αποτέλεσμα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- σισύφειο έργο (πολύ κουραστικό και αναποτελεσματικό έργο)