Μετάβαση στο περιεχόμενο

σιτίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σιτίζω < αρχαία ελληνική σιτίζω < σῖτος + -ίζω

σιτίζω


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]