σιταγωγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιταγωγός < αρχαία ελληνική σῑτᾰγωγός < σῖτος + ἄγω
Επίθετο[επεξεργασία]
σιταγωγός
- που μεταφέρει σιτάρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιταγωγός αρσενικό
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) θημωνιά
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) μέρος στο αλώνι όπου τοποθετείται η θημωνιά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιταγωγός
|