σιτηρέσιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιτηρέσιο τα σιτηρέσια
      γενική του σιτηρεσίου
σιτηρέσιου
των σιτηρεσίων
    αιτιατική το σιτηρέσιο τα σιτηρέσια
     κλητική σιτηρέσιο σιτηρέσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιτηρέσιο < (ελληνιστική κοινή) σιτηρέσιον < αρχαία ελληνική σιτηρέσιον (επίδομα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιτηρέσιο ουδέτερο

  1. η καθημερινή τροφή των στρατιωτών
  2. το ποσό που αντιστοιχεί στην ημερήσια διατροφή ενός στρατιώτη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]