σιτονόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιτονόμος < σῖτ(ος) + -ο- + -νόμος < νέμω

Επίθετο[επεξεργασία]

σιτονόμος, -ος, -ον

  • κυριολεκτικά που μετρά και παρέχει σιτάρι, ο τροφοδότης, αυτός που διανέμει τρόφιμα

Πηγές[επεξεργασία]