σιφόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σιφόνι | τα | σιφόνια |
γενική | του | σιφονιού | των | σιφονιών |
αιτιατική | το | σιφόνι | τα | σιφόνια |
κλητική | σιφόνι | σιφόνια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιφόνι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιφόνι ουδέτερο ή αλλιώς σιφώνι # γενική ονομασία για σωλήνα που έχει στριφτεί και χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της ροής υγρών
- (οικοδόμηση, υδραυλική) ο σωλήνας που βρίσκεται κάτω από τον νιπτήρα και χρησιμεύει παράλληλα και για την αποφυγή της δυσοσμίας του αποχετευτικού συστήματος
- (οικοδόμηση, υδραυλική) το υδραυλικό σύστημα που βρίσκεται στο πάτωμα, στο οποίο καταλήγουν τα νερά και χρησιμεύει παράλληλα για την αποφυγή της δυσοσμίας του αποχετευτικού συστήματος
- δημωδώς ο αυλός εκκλησιαστικού οργάνου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδραυλική