σκάλπερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκάλπερ < αγγλική scalper • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκάλπερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]