σκέλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σκέλλω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκέλος < αρχαία ελληνική σκέλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκέλος ουδέτερο

  1. (λόγιο) καθένα από τα δύο κάτω άκρα δίποδου ή τα πίσω άκρα τετράποδου
  2. (μεταφορικά) κάθε τι που μοιάζει με πόδι
  3. (γενικότερα) το καθένα από όμοια ή παρόμοια πράγματα και ειδικότερα όταν πρόκειται για δύο
    το δεύτερο σκέλος της εξισώσεως περιλαμβάνει μόνο τον άγνωστο χι
    • τμήμα κοινού εννοιοσυνόλου (- αντικειμένου) μαζί με άλλα συστατικά, όμως χωρικά ή νοερά ξεχωριστό (μερικώς ή πλήρως διαχωρισμένο)
      ο υπερχιασματικός πυρήνας αποτελείται από δύο σκέλη

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • για τα άκρα ανθρώπου ή ζώου χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός σκέλια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκέλος < λείπει η ετυμολογία πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kel-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκέλος ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]