σκέλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκέλος < αρχαία ελληνική σκέλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκέλος ουδέτερο
- (λόγιο) καθένα από τα δύο κάτω άκρα δίποδου ή τα πίσω άκρα τετράποδου
- (μεταφορικά) κάθε τι που μοιάζει με πόδι
- (γενικότερα) το καθένα από όμοια ή παρόμοια πράγματα και ειδικότερα όταν πρόκειται για δύο
- το δεύτερο σκέλος της εξισώσεως περιλαμβάνει μόνο τον άγνωστο χι
- τμήμα κοινού εννοιοσυνόλου (- αντικειμένου) μαζί με άλλα συστατικά, όμως χωρικά ή νοερά ξεχωριστό (μερικώς ή πλήρως διαχωρισμένο)
- ο υπερχιασματικός πυρήνας αποτελείται από δύο σκέλη
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- για τα άκρα ανθρώπου ή ζώου χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός σκέλια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σκέλος < → λείπει η ετυμολογία πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kel-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκέλος ουδέτερο
Πηγές[επεξεργασία]
- σκέλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκέλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kel- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)