σκέπαστρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκέπαστρο < ελληνιστική κοινή σκέπαστρον < αρχαία ελληνική σκεπαστός < σκέπη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκέπαστρο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκέπαστρο
|