σκέπαστρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σκέπαστρον τὰ σκέπαστρ
      γενική τοῦ σκεπάστρου τῶν σκεπάστρων
      δοτική τῷ σκεπάστρ τοῖς σκεπάστροις
    αιτιατική τὸ σκέπαστρον τὰ σκέπαστρ
     κλητική ! σκέπαστρον σκέπαστρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκεπάστρω
γεν-δοτ τοῖν  σκεπάστροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκέπαστρον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκεπάζω, σκεπασ- + -τρον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκέπαστρον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις σκεπάζω, σκέπω και σκέπη

Πηγές[επεξεργασία]