σκέρτσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκέρτσο | τα | σκέρτσα |
γενική | του | σκέρτσου | των | σκέρτσων |
αιτιατική | το | σκέρτσο | τα | σκέρτσα |
κλητική | σκέρτσο | σκέρτσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκέρτσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική scherzo < scherzare < λομβαρδικά *skerzan < πρωτογερμανική *skirtaną (πηδώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kerǝd- (χορεύω, πηδώ)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsceɾ.t͡so/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκέρτσο ουδέτερο
- νάζι, κίνηση ή τρόπος συμπεριφοράς που γίνεται για να προκαλέσει το ενδιαφέρον
- (μουσική) είδος μουσικής σύνθεσης με ζωηρό και εύθυμο χαρακτήρα
- (ειδικότερα) τμήμα μεγαλύτερης μουσικής σύνθεσης που διαφέρει από τα υπόλοιπα και έχει ζωηρό και εύθυμο χαρακτήρα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- σκερτσάκι
- σκερτσόζικα
- σκερτσόζικος
- σκερτσόζος
- → δείτε τη λέξη σκιρτώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκέρτσο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)