σκίουρος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]
σκίουρος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) μικρόσωμο τρωκτικό με φουντωτή ουρά που ζει στα δέντρα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
σκίουρος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκίουρος