σκακιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκακιέρα | οι | σκακιέρες |
γενική | της | σκακιέρας | — | |
αιτιατική | τη | σκακιέρα | τις | σκακιέρες |
κλητική | σκακιέρα | σκακιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκακιέρα < ιταλική scacchiera
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ska.ˈcɛ.ɾa/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκακιέρα θηλυκό
- η επιφάνεια πάνω στην οποία παίζεται το σκάκι· είναι χωρισμένη σε 8Χ8 τετράγωνα, χρωματισμένα εναλλάξ με ανοιχτό και σκούρο χρώμα
- (μεταφορικά) πεδίο αντιπαράθεσης
- «Ματ» της Ουάσιγκτον στη σκακιέρα των αγωγών φυσικού αερίου στα Βαλκάνια (τίτλος άρθρου από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 31 Ιουλίου 2010)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
σκακιέρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκακιέρα