σκαλιέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σκαλέτα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκαλιέρα οι σκαλιέρες
      γενική της σκαλιέρας
    αιτιατική τη σκαλιέρα τις σκαλιέρες
     κλητική σκαλιέρα σκαλιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ναυτικός ανεβαίνει σκαλιέρα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαλιέρα < σκάλ(α) + -ιέρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skaˈʎe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐λιέ‐ρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκαλιέρα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) σκάλα φτιαγμένη από σκοινιά
    ※  Μπορεί πλέον να μην ανέβαινε στ ' άλμπουρα " ούτε από τας σκαλιέρας " , αλλά διέθετε τη δύναμη να είναι και να προσφέρει σαν παλιός καλός καπετάνιος τη συμβουλή του και την πείρα του (Ευστάθιος Μπάτης, Εκ της θαλάσσης τα κρείττω: ευεργέτες και χορηγοί από το χώρο του Αιγαίου. τόμος 1, Εκδ. Finatec, 2001)
  2. κατασκευή με σκαλιά για τοποθέτηση αντικειμένων
    ※  μια ολόκληρη γωνιά , εκεί όπου έπεφτε περισσότερο το φως της μέρας , την καταλάμβανε μια σκαλιέρα γεμάτη γλάστρες (Λια Μεγάλου-Σεφεριάδη, μυθιστόρημα Έξι φορές η τύχη. Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 143 [1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]