σκαλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαλώνω < μεσαιωνική ελληνική * σκαλώνω < (ελληνιστική κοινήσκάλα < λατινική scala < scando < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skend- (πηδώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skaˈlo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐λώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

σκαλώνω

  1. πιάνομαι σε κάτι (που προεξέχει) και εμποδίζομαι
  2. (μεταφορικά) συναντώ εμπόδια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]