σκαμνί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκαμνί τα σκαμνιά
      γενική του σκαμνιού των σκαμνιών
    αιτιατική το σκαμνί τα σκαμνιά
     κλητική σκαμνί σκαμνιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σκαμνί με καφέ κάθισμα και λευκά πόδια
σκαμνιά σε μπαρ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαμνί < μεσαιωνική ελληνική σκαμνί(ον) < ελληνιστική κοινή σκάμνον < λατινική scamnum

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκαμνί ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]