σκαμπανεβάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαμπανεβάζω < συμφυρμός των λέξεων: σκαμπαβία + ανεβάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σκαμπανεβάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]