σκαμπιλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαμπιλίζω < σκαμπίλ(ι) + -ίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ska.biˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐μπι‐λί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σκαμπιλίζω, αόρ.: σκαμπίλισα, παθ.φωνή: σκαμπιλίζομαι, π.αόρ.: σκαμπιλίστηκα [1] σπανιότερη παθητική φωνή

Κλίση[επεξεργασία]

σπανιότεροι οι παθητικοί τύποι:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]