σκαμπιλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκαμπιλίζω < σκαμπίλ(ι) + -ίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ska.biˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐μπι‐λί‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
σκαμπιλίζω, αόρ.: σκαμπίλισα, παθ.φωνή: σκαμπιλίζομαι, π.αόρ.: σκαμπιλίστηκα [1] σπανιότερη παθητική φωνή
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκαμπιλίζω | σκαμπίλιζα | θα σκαμπιλίζω | να σκαμπιλίζω | σκαμπιλίζοντας | |
β' ενικ. | σκαμπιλίζεις | σκαμπίλιζες | θα σκαμπιλίζεις | να σκαμπιλίζεις | σκαμπίλιζε | |
γ' ενικ. | σκαμπιλίζει | σκαμπίλιζε | θα σκαμπιλίζει | να σκαμπιλίζει | ||
α' πληθ. | σκαμπιλίζουμε | σκαμπιλίζαμε | θα σκαμπιλίζουμε | να σκαμπιλίζουμε | ||
β' πληθ. | σκαμπιλίζετε | σκαμπιλίζατε | θα σκαμπιλίζετε | να σκαμπιλίζετε | σκαμπιλίζετε | |
γ' πληθ. | σκαμπιλίζουν(ε) | σκαμπίλιζαν σκαμπιλίζαν(ε) |
θα σκαμπιλίζουν(ε) | να σκαμπιλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκαμπίλισα | θα σκαμπιλίσω | να σκαμπιλίσω | σκαμπιλίσει | ||
β' ενικ. | σκαμπίλισες | θα σκαμπιλίσεις | να σκαμπιλίσεις | σκαμπίλισε | ||
γ' ενικ. | σκαμπίλισε | θα σκαμπιλίσει | να σκαμπιλίσει | |||
α' πληθ. | σκαμπιλίσαμε | θα σκαμπιλίσουμε | να σκαμπιλίσουμε | |||
β' πληθ. | σκαμπιλίσατε | θα σκαμπιλίσετε | να σκαμπιλίσετε | σκαμπιλίστε | ||
γ' πληθ. | σκαμπίλισαν σκαμπιλίσαν(ε) |
θα σκαμπιλίσουν(ε) | να σκαμπιλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκαμπιλίσει | είχα σκαμπιλίσει | θα έχω σκαμπιλίσει | να έχω σκαμπιλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκαμπιλίσει | είχες σκαμπιλίσει | θα έχεις σκαμπιλίσει | να έχεις σκαμπιλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκαμπιλίσει | είχε σκαμπιλίσει | θα έχει σκαμπιλίσει | να έχει σκαμπιλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκαμπιλίσει | είχαμε σκαμπιλίσει | θα έχουμε σκαμπιλίσει | να έχουμε σκαμπιλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκαμπιλίσει | είχατε σκαμπιλίσει | θα έχετε σκαμπιλίσει | να έχετε σκαμπιλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκαμπιλίσει | είχαν σκαμπιλίσει | θα έχουν σκαμπιλίσει | να έχουν σκαμπιλίσει |
|
σπανιότεροι οι παθητικοί τύποι:
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκαμπιλίζομαι | σκαμπιλιζόμουν(α) | θα σκαμπιλίζομαι | να σκαμπιλίζομαι | ||
β' ενικ. | σκαμπιλίζεσαι | σκαμπιλιζόσουν(α) | θα σκαμπιλίζεσαι | να σκαμπιλίζεσαι | ||
γ' ενικ. | σκαμπιλίζεται | σκαμπιλιζόταν(ε) | θα σκαμπιλίζεται | να σκαμπιλίζεται | ||
α' πληθ. | σκαμπιλιζόμαστε | σκαμπιλιζόμαστε σκαμπιλιζόμασταν |
θα σκαμπιλιζόμαστε | να σκαμπιλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | σκαμπιλίζεστε | σκαμπιλιζόσαστε σκαμπιλιζόσασταν |
θα σκαμπιλίζεστε | να σκαμπιλίζεστε | (σκαμπιλίζεστε) | |
γ' πληθ. | σκαμπιλίζονται | σκαμπιλίζονταν σκαμπιλιζόντουσαν |
θα σκαμπιλίζονται | να σκαμπιλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκαμπιλίστηκα | θα σκαμπιλιστώ | να σκαμπιλιστώ | σκαμπιλιστεί | ||
β' ενικ. | σκαμπιλίστηκες | θα σκαμπιλιστείς | να σκαμπιλιστείς | σκαμπιλίσου | ||
γ' ενικ. | σκαμπιλίστηκε | θα σκαμπιλιστεί | να σκαμπιλιστεί | |||
α' πληθ. | σκαμπιλιστήκαμε | θα σκαμπιλιστούμε | να σκαμπιλιστούμε | |||
β' πληθ. | σκαμπιλιστήκατε | θα σκαμπιλιστείτε | να σκαμπιλιστείτε | σκαμπιλιστείτε | ||
γ' πληθ. | σκαμπιλίστηκαν σκαμπιλιστήκαν(ε) |
θα σκαμπιλιστούν(ε) | να σκαμπιλιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σκαμπιλιστεί | είχα σκαμπιλιστεί | θα έχω σκαμπιλιστεί | να έχω σκαμπιλιστεί | ||
β' ενικ. | έχεις σκαμπιλιστεί | είχες σκαμπιλιστεί | θα έχεις σκαμπιλιστεί | να έχεις σκαμπιλιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει σκαμπιλιστεί | είχε σκαμπιλιστεί | θα έχει σκαμπιλιστεί | να έχει σκαμπιλιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σκαμπιλιστεί | είχαμε σκαμπιλιστεί | θα έχουμε σκαμπιλιστεί | να έχουμε σκαμπιλιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε σκαμπιλιστεί | είχατε σκαμπιλιστεί | θα έχετε σκαμπιλιστεί | να έχετε σκαμπιλιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σκαμπιλιστεί | είχαν σκαμπιλιστεί | θα έχουν σκαμπιλιστεί | να έχουν σκαμπιλιστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκαμπιλίζω
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σκαμπιλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας