σκαμπρόζικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκαμπρόζικος < σκαμπρόζ(ος) + -ικος
Επίθετο[επεξεργασία]
σκαμπρόζικος, -η, -ο
- που έχει προκλητικό και σκανδαλιστικό -αλλά χαριτωμένο και σκανδαλιάρικο- ύφος ή τρόπο συμπεριφοράς
- ※ Τρώγαμε και λέγαμε κουτά αστεία και σκαμπρόζικα ανέκδοτα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])