σκανδάλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκανδάλη < (ελληνιστική κοινή) σκανδάλη < αρχαία ελληνική σκάνδαλον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /skanˈða.li/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκανδάλη θηλυκό
- (οπλισμός) μικρός μοχλός σε ένα πυροβόλο ή άλλου είδους όπλο, ο οποίος, πιέζεται από τον δείκτη του χεριού για να προωθήσει τον επικρουστήρα που στη συνέχεια προκαλεί την εκπυρσοκρότηση ή απελευθερώνει το μηχανισμό που θέτει σε κίνηση το βλήμα (στην περίπτωση μη πυροβόλου όπλου)
- κάθε μικρός μοχλός τέτοιου είδους που πιέζεται από τον δείκτη του χεριού για να απασφαλιστεί ή προωθηθεί τμήμα μηχανισμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σκάνδαλο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- με το δάχτυλο στη σκανδάλη: (μεταφορικά) σε ετοιμότητα