σκανδαλιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκανδαλιστικός η σκανδαλιστική το σκανδαλιστικό
      γενική του σκανδαλιστικού της σκανδαλιστικής του σκανδαλιστικού
    αιτιατική τον σκανδαλιστικό τη σκανδαλιστική το σκανδαλιστικό
     κλητική σκανδαλιστικέ σκανδαλιστική σκανδαλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκανδαλιστικοί οι σκανδαλιστικές τα σκανδαλιστικά
      γενική των σκανδαλιστικών των σκανδαλιστικών των σκανδαλιστικών
    αιτιατική τους σκανδαλιστικούς τις σκανδαλιστικές τα σκανδαλιστικά
     κλητική σκανδαλιστικοί σκανδαλιστικές σκανδαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκανδαλιστικός < σκανδαλίζω + -τικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skan.ða.li.stiˈkos/

Επίθετο[επεξεργασία]

σκανδαλιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]