σκανδιναβός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σκανδιναβός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκανδιναβός οι σκανδιναβοί
      γενική του σκανδιναβού των σκανδιναβών
    αιτιατική τον σκανδιναβό τους σκανδιναβούς
     κλητική σκανδιναβέ σκανδιναβοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκανδιναβός αρσενικό (θηλυκό σκανδιναβή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]